- θερμοστρωμνή
- ητμήμα εδάφους κήπου ή αγρού προφυλαγμένο από τον βοριά το οποίο θερμαίνεται τεχνητά και χρησιμεύει στη φύτευση και σπορά πρώιμων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + στρωμνή «στρώμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
σπορείο — το, Ν [σπόρος] (γεωργ. τεχνολ.) 1. κατάλληλα προετοιμασμένη θέση εδάφους που περιβάλλεται από ξύλινο πλαίσιο ή άλλο οικοδομικό υλικό στην οποία σπέρνονται ορισμένοι μικροί σπόροι που δεν μπορούν να σπαρούν απευθείας στο χωράφι και σπόροι φυτών τα … Dictionary of Greek